-
1 πίστωμα
πίστωμα, τό, Versicherung, Bestätigung, wie πίστις, πιστόν; Διὸς πιστώματα, Aesch. Eum. 205; ὅρκος ἐμμένει πιστώμασιν, Ch. 971; er nennt auch Menschen γηραλέα πιστώματα, Pers. 167, = πιστοὶ γέροντες. – Arist. rhet. 1, 15.
-
2 πιστωμα
- ατος τό1) удостоверение, ручательство, залог(περί τινος Arst.)
2) предмет ручательстваἭρας καὴ Διὸς πιστώματα Aesch. — то, за что поручились Гера и Зевс
3) надежный человек, преданное лицоγηραλέα πιστώματα Aesch. — верные старцы
-
3 πίστωμα
A assurance, warrant, pledge, mostly in pl., Emp. 5.2, A.Ch. 977, Eu. 214;π. περί τινος Arist.Rh. 1376a17
: in sg.,φιλίας π. συγγενέσι Clearch.Com.1
;τὸ βεβαιότατον π. ἔχοντες Epicur.Sent. 40
.II of persons, γηραλέα πιστώματα,πιστοὶ γέροντες, A. Pers. 171 (troch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πίστωμα
См. также в других словарях:
πίστωμα — ατος, τὸ, Α [πιστώ] 1. βεβαίωση, εγγύηση 2. (σχετικά με λόγο) επιβεβαίωση 3. φρ. «γηραλέα πιστώματα» μτφ. (για πρόσ.) πιστοί γέροντες … Dictionary of Greek